μικρόπτερος

μικρόπτερος
(micropterus). Γένος ψαριών της οικογένειας των κεντραρχιδών, που περιλαμβάνει ψάρια με μικρό σχετικά μέγεθος. Το σώμα τους είναι αρκετά ψηλό, πλατύ στις άκρες και σκεπασμένο με πολύ λεπτά λέπια. Από τα δύο είδη του γένους γνωστότερο είναι ο μ. ο φαιός. Έχει μήκος μέτριο, σώμα αρκετά ψηλό, κεφάλι μεγάλο και τριγωνικό, ρύγχος μικρό και οξύ, μάτια μικρά, πρώτο ραχιακό πτερύγιο μικρό με επτά αγκάθια, δεύτερο ραχιακό πτερύγιο μικρό και μακρουλό, στηθιακά μικρά, κοιλιακά μικρά και ουραίο μέτριο και πλατύ. Το χρώμα του είναι καφέ με αργυρόλευκες αποχρώσεις στα φτερά και στην κοιλιά. Ζει στα γλυκά νερά της Β. Αμερικής.
* * *
-η, -ο (Μ μικρόπτερος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μικρόπτερος
ζωολ. γένος περκόμορφων τελεόστεων ιχθύων τής οικογένειας τών κεντραρχιδών
μσν.
αυτός που έχει μικρά φτερά, μικρές φτερούγες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μικροπτέρυξ — η (Α μικροπτέρυξ, ὁ, ἡ) νεοελλ. το θηλ. η μικροπτέρυξ ζωολ. γένος λεπιδόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών μικροπτερυγιδών αρχ. αυτός που έχει μικρές πτέρυγες, μικρόπτερος, μικροφτέρουγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + πτέρυξ, υγος (πρβλ. μελανο… …   Dictionary of Greek

  • γιγαντόστρακα — Απολιθωμένα αρθρόποδα μεγάλων διαστάσεων, που έζησαν αποκλειστικά στον παλαιοζωικό αιώνα. Εμφανίζονται κατά το μέσο ορδοβίσιο προσαρμοσμένα σε διάφορα περιβάλλοντα· κατά το σιλούριο συναντώνται στα θαλάσσια νερά, κατά το δεβόνιο στα υφάλμυρα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”